φαιδρωπος

φαιδρωπος
    φαιδρωπός
    φαιδρ-ωπός
    2
    весело глядящий, радостный
    

(λέοντος ἶνις Aesch.; ὄμμα Eur.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "φαιδρωπος" в других словарях:

  • φαιδρωπός — with bright masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαιδρωπός — όν, Α (ποιητ. τ.) αυτός που έχει λαμπρό ή χαρωπό βλέμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαιδρός + κατάλ. ωπός*] …   Dictionary of Greek

  • φαιδρωπόν — φαιδρωπός with bright masc/fem acc sg φαιδρωπός with bright neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαιδρωπέ — φαιδρωπός with bright masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»